- τσαουλιά
- (I)η, Ν [τσαουλί]είδος βερικοκιάς.————————(II)τα, Νκοινή ονομασία ποικιλίας φασολιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσαουλιά — η ποικιλία βερικοκιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φασολιά — Ποώδη φυτά και οι καρποί και τα σπέρματά τους. Ανήκουν στην οικογένεια των χεδρωπών ή λεγκουμινωδών και στην οικογένεια των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα). Εξαιτίας των θρεπτικών ιδιοτήτων τους καλλιεργούνται πολύ και καταναλώνονται… … Dictionary of Greek